- αγώνιαστος
- -η, -οαυτός που δεν έχει κανονικές γωνίες, που δε φτιάχτηκε με ακρίβεια: Άφησε αγώνιαστο το πεζούλι της ταράτσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγώνιαστος — η, ο [γωνιάζω] (για τοίχους) αυτός που δεν γωνιάστηκε, δεν κατασκευάστηκε δηλ. με ακρίβεια στις γωνίες … Dictionary of Greek
αγωνίωτος — η, ο [γωνία] αυτός που δεν έχει γωνίες, ο αγώνιαστος … Dictionary of Greek